- αλοίτης
- ἀλοίτης, ο (Α)αιολικός τύπος αντί ἀλείτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης.ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλοίτης — avenger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοῖται — ἀλοίτης avenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… … Dictionary of Greek
αλοιτηρός — ἀλοιτηρός, ά, όν (Α) [ἀλοίτης] ο αλιτηρός* … Dictionary of Greek
αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από … Dictionary of Greek
ἀλοίτην — ἀλέω grind pres opt act 3rd dual ἀλόω pres opt act 3rd dual ἀλοίτης avenger masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
leit-1 — leit 1 English meaning: to be disgusted; to violate Deutsche Übersetzung: “verabscheuen; freveln” Material: Gk. ἀλείτης “Frevler”, Eol. ἀλοίτης “Rächer”, ἀλοιτός “Frevler”, ἀλιταίνειν “freveln, sũndigen”, ἀλιτήμων “ sinner,… … Proto-Indo-European etymological dictionary